Portal
Ο μεσημεράς, ο αραμπάς και ο μπόγιας – Ο παιδεραστής, ο βιαστής και η δίωξη
13-10-2021 11:08Άννα Αλκινόη Κωστάκη
Μάλιστα, σύμφωνα με τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος μια πλειοψηφία τέτοιων περιστατικών ξεκινάει με γνωριμίες στο διαδίκτυο, ενώ σε λιγότερες περιπτώσεις έχουν να κάνουν με απαγωγές και τυχαίες συναντήσεις που συμβαίνουν στο δρόμο. Παράλληλα, είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι γονείς και οι κηδεμόνες – στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τα παιδιά τους - να πλάθουν σχετικές ιστορίες, οι οποίες συμβάλλουν στην κατανόηση της πραγματικότητας και του κινδύνου στον κόσμο μας. Ωστόσο, τέτοιου είδους σκευάσματα συχνά εμπεριέχουν στερεοτυπικές ιδέες και είναι πιθανό να οδηγούν σε παρεξηγήσεις ή παραπλανήσεις, όπως στην περίπτωση των fake news.
«Ο μεσημεράς», «ο αραμπάς» και «ο μπόγιας» αποτελούν πολύ γνωστά παραμύθια που συνήθιζαν να λέγονται από γενιά σε γενιά, κυρίως στις περιοχές της Πελοποννήσου σε περίπτωση απειθαρχίας των παιδιών. Για παράδειγμα, αν τα παιδιά δεν έτρωγαν το μεσημεριανό τους, θα περνούσε ο «μεσημεράς», ένας κακός άνθρωπος να τα πάρει μαζί του. Ή αν ήθελαν να βγουν έξω να παίξουν παρά τις ενστάσεις των γονιών τους, θα περνούσε ο «αραμπάς» να τα μαζέψει και να τα πουλήσει στο παζάρι. Τέλος, ο «μπόγιας» αποτελούσε μεν σωφρονιστικό χαρακτήρα, άλλα δεν ενσάρκωνε τις αρχές του τόπου. Αντίθετα, έμοιαζε να λειτουργεί όπως ο «μεσημεράς» και ο «αραμπάς».
Είναι προφανές πως οι γονείς και οι παππούδες μας προκαλούσαν στα άτακτα παιδιά το αίσθημα του φόβου, χρησιμοποιώντας «ως απειλή» αινιγματικούς χαρακτήρες για να αναπαραστήσουν το επικίνδυνο, το κακό και το ανεπιθύμητο. Συνεπώς, ο κύριος λόγος χρήσης τέτοιων παραμυθιών συνήθιζε να αποτελεί η έλλειψη ασφάλειας έξω από το σπίτι για τα μικρά παιδιά. Είναι άραγε, όλα αυτά τα ψεύτικα σκευάσματα μύθοι ή υπερβολές των τοπικών κοινωνιών που θέλουν να προστατέψουν τα παιδιά τους ή τελικά είναι μια υπερβολή εγκλημάτων και της παραφροσύνης που ελλοχεύει στην κοινωνία μας;
Το κακό και επικίνδυνο πρόσωπο όλων αυτών των ιστοριών ζωντανεύει σήμερα με ένα «βιαστή», ένα «παιδεραστή», ενώ το σωφρονιστικό ρόλο αναλαμβάνει η αστυνομία. Αν κάτσουμε και το αναλογιστούμε γίνεται σαφές πως αφενός πάντα υπάρχει μια απειλή για την κοινωνία μας (και κυρίως τα μικρά παιδιά), αφετέρου οι «τρομακτικές» ιστορίες που μας έλεγαν οι γονείς και οι παππούδες μας αντικατοπτρίζουν τη στυγερή πραγματικότητα κατά ένα βαθμό. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα έχει δείξει πως για να γίνει μια απαγωγή και στη συνέχεια μια κακοποίηση ανηλίκου, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να δώσει κάποια αφορμή το ίδιο το παιδί στον απαγωγέα ή τον κακοποιό.
Πολύ συχνό φαινόμενο είναι και τα ηλεκτρονικά εγκλήματα, στα οποία οι βιαστές και παιδεραστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, ώστε να πετύχουν το στόχο τους. Συνήθως, πρόκειται για άντρες μέσης ηλικίας που «τσατάρουν» και προσεγγίζουν μέσω ψεύτικων προφίλ νεαρές κοπέλες ή ανηλικους και κανονίζουν συνάντηση μαζί τους. Στο σημείο αυτό, έχει τη δυνατότητα να παρέμβει η Δίωξη και να εργαστεί για την επίλυση μιας παρενόχλησης.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι ιδιότητες που χρησιμοποιούνται από τους κηδεμόνες των παιδιών για να «ντύσουν» τα «κακά» πρόσωπα των ιστοριών τους εμπεριέχουν λόγο μίσους, παρόλο που το κίνητρο είναι η προστασία τους και η επίγνωση των πραγματικών κινδύνων της σύγχρονης κοινωνίας. Ο λόγος μίσους αφορά τα στερεοτυπικά στοιχεία των ιστοριών των γονιών μας ή κάποιων γνωστών αληθινών περιπτώσεων κακοποίησης ανηλίκων που έχουν γίνει viral μέσω των ΜΜΕ και των διαδικτυακών μέσων. Έτσι, η κοινωνία στοχοποιεί όσους οδηγούν άσπρο βαν, όσους έχουν ψεύτικό προφίλ και όσους διαφέρουν στα χαρακτηριστικά του προσώπου και στις εκφράσεις τους, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τα fake news.
Εξάλλου δεν υπάρχει ισορροπία χωρίς το καλό και το κακό πάνω στον κόσμο. Το ένα λειτουργεί ευεργετικά για το άλλο και το αντίστροφο. Επομένως, σε ορισμένες κρίσιμες περιπτώσεις, το να χρησιμοποιεί κανείς συναισθηματικό και ψυχολογικό εκβιασμό ή ακόμα και κοινωνικά στερεότυπα προς όφελος της ασφάλειας, αποτελεί μεν ακραίο εγχείρημα, δημιουργεί δε ένα ανεξίτηλο ερέθισμα για την ψυχική διεργασία του ανθρώπου (ειδικά του μικρού παιδιού) που παγιώνεται στη μνήμη.
Θα δικαιολογούσαμε έτσι, ως «πταίσμα» αυτό το λόγο μίσους των γονιών καθώς δεν επιθυμούν παρά να αναθρέψουν τα παιδιά τους ιδανικά, μέσω ένός τέτοιου χειρισμού που εμπεριέχει την υπόνοια του κόσμου ως «κακού» και επικίνδυνου. Αντίθετα, αυτό που χρήζει κατάκρισης είναι η πιθανή εκροή της υπερβολικής ψευδαίσθησης των παιδιών ως μειονέκτημα στο δικαίωμα του ελεύθερου τρόπου ζωής τους, όπως για παράδειγμα την αποκοπή τους από τη δημόσια σφαίρα. Αυτό συμβαίνει όταν μέσα στις βασικούς κοινωνικούς θεσμούς το παιδί έρχεται συνεχώς αντιμέτωπο με στερεοτυπικές απόψεις και πλάθει μία ανασφαλή προσωπικότητα, η οποία δυσκολεύεται να ενταχθεί ομαλά στις κοινωνικές ομάδες.
Ο παρών ιστότοπος συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Δικαιώματα, Ισότητα, Ιθαγένεια 2014-2020». Το περιεχόμενο του παρόντος ιστότοπου αντικατοπτρίζει τις απόψεις του/της συγγραφέα και αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του/της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για τη χρήση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτόν.