Portal
Ρητορική μίσους πριν το διαδίκτυο: “Τεντιμπόηδες”, “ροκενρολιστές” και “παραστρατημένοι” στο στόχαστρο
15-02-2021 03:30Κοραλία Ξεπαπαδέα
Η ρητορική μίσους αποτελεί μια σύγχρονη, κατά κύριο λόγο, έννοια, που συναντάται περισσότερο στην εποχή του διαδικτύου και την οποία καλείται να μελετήσει σήμερα η επιστημονική κοινότητα.
Η ρητορική ή/και λόγος μίσους εντοπίζεται σε συμπεριφορές, στάσεις, ομιλίες, κείμενα ή και χειρονομίες, που εκφέρουν μίσος ή ενθαρρύνουν τη βία και την υποτίμηση απέναντι σε άτομα και ομάδες, με βάση ειδικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η εθνοτική καταγωγή, η θρησκεία, η εξωτερική εμφάνιση, οι ιδεολογικές πεποιθήσεις, ο γενετήσιος προσανατολισμός κ.α.
Το γιατί ο λόγος μίσους αφορά κυρίως την εποχή εξάπλωσης του διαδικτύου, μάς είναι λίγο ή πολύ σαφές: Η δυνατότητα συνεχούς δικτύωσης και η αδιαμφισβήτητη ευκολία πρόσβασης σε κοινωνικά δίκτυα, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση και τον διαμοιρασμό ενός αστείρευτου όγκου τοξικών απόψεων, επιθετικών σχολιασμών και διχοτομικών συζητήσεων, οι οποίες φτάνουν μπροστά στα μάτια μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στις συνθήκες αυτές, όσο πιο “αχανής” και σε καθεστώς ανωνυμίας είναι η πληροφορία που επικρατεί στο ψηφιακό περιβάλλον, τόσο πιο δύσκολος είναι ο εντοπισμός της προέλευσης εγκληματικών ρητορικών συμπεριφορών, αλλά και η θεσμική υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων ή ομάδων που στοχοποιούνται από φέροντες λόγου μίσους.
Ωστόσο, δεδομένου ότι ο λόγος μίσους έχει πολλές μορφές και είδη (κουλτούρα εκφοβισμού, ψυχολογική χειραγώγηση, υβριστική γλώσσα, λεκτική, κοινωνική και ηθική υποτίμηση), μπορούμε να εντοπίσουμε ακόμα και προγενέστερες -στην εποχή του διαδικτύου- περιπτώσεις, κατά τις οποίες μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, μπήκαν στο στόχαστρο αυστηρής κριτικής, υποτίμησης, δημόσιας διαπόμπευσης, ακόμα και σωματικής βίας που πηγάζει κυρίως από θέσεις εξουσίας: Στη χώρα μας, αλλά και αλλού στον κόσμο (βλ. Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία) δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από αυτό των τεντυμπόηδων (teddy boys), αλλά και των οπαδών της μουσικής του ροκ εν ρολ, στην ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδας, όπου τα νέα δεδομένα από τον υπόλοιπο κόσμο φτάνουν συνήθως με μία-κάποια χρονοκαθυστέρηση.
Διαβάζοντας, λοιπόν, μελέτες για την κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα ή/και εντρυφώντας σε ιστορικά αρχεία της εποχής (εφημερίδες, περιοδικά), μπορεί κανείς να διακρίνει μία πρώιμη μορφή ρητορικής μίσους απέναντι σε εκείνους τους νέους που αποστασιοποιήθηκαν από τις αξίες και τα πρότυπα του ενήλικου κόσμου. Ένα “χάσμα γενεών”, όπως συχνά λέγεται, και το οποίο έχει τις ρίζες του στη “μακρά δεκαετία του ‘60” και στη “μήτρα” των νεανικών κινημάτων αποδόμησης των παραδοσιακών αξιών του 1968.
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, βρέθηκαν κατά καιρούς στο στόχαστρο λόγου μίσους διάφορες ομάδες νέων, με διαφορετικά χαρακτηριστικά η κάθε μία κι, ωστόσο, με μια κοινή συνισταμένη: Την αμφισβήτηση της “ορθόδοξης” αντίληψης της ζωής, την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και ελευθερία, πολιτική, σεξουαλική και υπαρξιακή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των ελλήνων teddy boys, των ένθερμων οπαδών του ροκ εν ρολ (“ροκενρολιστές” ή “γιεγιέδες”) και γενικότερα όλων εκείνων των νέων που χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην ως “παραστρατημένοι” ή “απροσάρμοστοί” από διαφόρων ειδών εκπροσώπους της παραδοσιακής κοινωνίας και “καθωσπρέπει” ηθικής.
Τι σχέση μπορεί να έχει, λοιπόν, η ρητορική μίσους με τα τεκταινόμενα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα; Τι σημαίνει “αντιροκ κίνημα” και πώς σχετίζεται με έναν υβριστικό λόγο που ενθαρρύνει τη βία και τη συμβολική υποτίμηση των νέων ανθρώπων; Και τελικά, μπορούμε να διακρίνουμε μία ιδιότυπη ρητορική μίσους προς τους “μοντέρνους αλήτες” των δεκαετιών ‘50-’60-70’, που πηγάζει από το σύνολο της κοινωνίας, από θρησκευτικούς φορείς και από την ίδια την κατεστημμένη εξουσία;
Ας δούμε τι ισχύει για την κάθε περίπτωση.
Τεντιμπόηδες και δημόσια διαπόμπευση
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, εμφανίζονται οι τεντιμπόηδες («teddy boys») και στην Ελλάδα, ως ένα κύμα νεανικής παραβατικότητας για κατά κύριο λόγο ήσσονος σημασίας αδικήματα, όπως μικροκλοπές «για πλάκα», γιαουρτώματα καθηγητών και άλλων ευυπόληπτων εκπροσώπων της ελληνικής «καλής» κοινωνίας. Η «χωρίς λόγο» μικρο-παραβατικότητα των ελλήνων τεντιμπόηδων (οι αντίστοιχοι «teppisti» στην Ιταλία, «stiliagi» στη Σοβιετική Ένωση και «rowdies» στην Ανατολική Γερμανία ) συνίστατο σε μια αμφισβήτηση χωρίς συλλογικά πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα, η οποία προκάλεσε έναν πανικό, ουσιαστικά δυσανάλογο με την πραγματική έκταση και σοβαρότητα της νεανικής παραβατικότητας. Ο «τεντιμπόης» άρχισε να προβάλλεται σταδιακά ως μια φιγούρα «ιδιαίτερα απωθητική», «ο καρπός της επιχείρησης επηρεασμού των νέων», που θεωρήθηκε άμεσα συνδεδεμένος με τη διάδοση του ροκ εν ρολ, ως παράγοντα που υποτίθεται στόχευε στην ψυχοσυναισθηματική ‘‘απονεύρωση’’ και πολιτική ουδετεροποίηση των νέων. Η διάσταση της «πλάκας» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων το 1957 και η απροσδιόριστη παραβατικότητα και ασέβεια των τεντιμπόηδων προκάλεσε την κατάπληξη των ενηλίκων και πολέμιων του ροκ εν ρολ που επαγρύπνησαν για τη διατήρηση της κοινωνικής ευταξίας. Αν ανατρέξει κανείς σε στήλες του Αθηναϊκού τύπου της εποχής θα βρει μια σειρά από ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των ομολογούμενων παραβατικών πράξεων.
«Τα μάτια μου έχουν δει πολλά. […] Μα το παραστράτημα με τη σημερινή του μορφή, ποτέ δε το αντιμετώπισα. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παιδιά ήταν άλλοτε ‘‘αγγελούδια’’. Αδικοπραγούσαν και εμφανίζονταν στα δικαστήρια για πράξεις όμως, που οι αιτίες τους μας ήταν κατανοητές και πολλές φορές τραγικές. […] Ποτέ όμως δε συναντήσαμε τέτοιες ασεβείς, σαν τις σημερινές, πράξεις νέων, που γίνονται ‘‘για γούστο’’…»
(Μια επίκαιρη κοινωνική έρευνα της Αυγής. Τεντυμποϊσμός. Ο κίνδυνος που απειλεί τη νεολαία μας, Αυγή, 1958)
Μια πραγματικά εμβληματική πράξη του τεντιμποϊσμού φαίνεται πως ήταν η κλοπή αυτοκινήτων. Η έννοια της διασκέδασης υπήρξε καταλυτική και στην περίπτωση αυτή, αφού οι νεαροί δράστες δεν έκλεβαν αυτοκίνητα για να τα πουλήσουν και κατ’ επέκταση να αποκομίσουν χρηματικό όφελος, αλλά για εφήμερη χρήση και διασκέδαση. Η προνομιακή θέση του αυτοκινήτου στις προτιμήσεις των νέων παραβατών δεν υπήρξε καθόλου τυχαία, καθώς για τους νέους της δεκαετίας του ’50, το αυτοκίνητο υπήρξε κάτι παραπάνω από απλό όχημα: «υπήρξε» περισσότερο «ένα σύμβολο σεξουαλικής ισχύος και αντικείμενο του πόθου, πλήρως ταυτισμένο με τον ηδονισμό, ικανοποιούσε παράλληλες ανάγκες για επίδειξη και ψυχαγωγία, ενίσχυε την εκτίμηση της παρέας, αλλά και την αυτοεκτίμηση του δράστη».
Στα τέλη, λοιπόν, του ’50 και αρχές του ‘60, επικράτησε μεγάλη ένταση ανάμεσα στις εκάστοτε πολιτικές κυβερνήσεις και τους εκφραστές της νεανικής αμφισβήτησης. Η διάσταση του τεντιμποϊσμού έλαβε θεσμική υπόσταση όταν το φθινόπωρο του 1959 η κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή έφερε στο κοινοβούλιο τον προς ψήφιση νόμο που στόχευε στην «πάταξη του τεντιμποϊσμού». Σύμφωνα με το διαβόητο νόμο 4000, η αστυνομία συλλάμβανε τους νεαρούς ταραξίες, τους κούρευε με την «ψιλή» και τους διαπόμπευε δημόσια κρεμώντας τους στο λαιμό ταπεινωτικές πινακίδες.
Η πρόθεση αυτή για αναχαίτιση της «θρασύτητας» των «οχληρών νέων» υποδήλωνε «τον φόβο των ενηλίκων για τη σταδιακή απομάκρυνση των νέων από την κοσμιότητα που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των νέων παραδοσιακά, και η οποία έδειχνε πως μετά την εμφάνιση του ροκ εν ρολ στην ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε υποχώρηση.»
Στην Ελλάδα, ο όρος «τεντιμποϊσμός» χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον για να χαρακτηρίσει, όχι απλώς τους «ασεβείς» νέους, αλλά όσους έτειναν να διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους με βάση τα πρότυπα που έρχονταν απ’ το εξωτερικό. Ως προς αυτό, η εκτεταμένη (κατά)-χρήση του όρου αυτού αποκρύβει το γεγονός, ότι ουσιαστικά υπήρξαν τρία διαφορετικά είδη τεντιμποϊσμού, εκ των οποίων, ο «πραγματικός» τεντιμποϊσμός εμφανίζεται στη Βρετανία των αρχών του ‘50 και φαίνεται να αποτελεί έναν «ουσιαστικό θεσμό»: «ένα αυθεντικό, έστω και αμφίβολο, μέρος της βρετανικής κληρονομιάς». Στα φαινόμενα του «πραγματικού» τεντιμποϊσμού (επιθέσεις σε ανύποπτους περαστικούς, μαχαιρώματα, επιθέσεις σε αστυνομικούς και συμπλοκές ανάμεσα σε συμμορίες) διαπιστώθηκε πως μια σειρά από επεισόδια διαπράττονταν από νέους που έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση σε ένα συγκεκριμένο στυλ ντυσίματος, γνωστό και ως «εδουαρδιανό» στυλ.
Ο «ηθικός πανικός», όρος που ανήκει στον Σταν Κόεν, και η ακραία κρατική αντίδραση αποδεικνύουν το γεγονός ότι η νεανική «απειθαρχία» είχε αναστατώσει βαθιά και κλόνιζε τις κοινωνικές νόρμες της εποχής.
Kαι κάπως έτσι, το εξαναγκασμένο κούρεμα “με την ψιλή”, η σωματική βία και η δημόσια διαπόμπευση των Ελλήνων teddy boys, φέρνουν στο μυαλό μας αυτή τη γραφική και -πλέον- ιστορική εικόνα εξευτελισμού, κάνοντάς μας να διερωτόμαστε για το κατά πόσο η κρατική αντιμετώπιση της νεανικής (μικρο)παραβατικότητας στην Ελλάδα μπορεί εκ των υστέρων να θεωρηθεί ως πράξη μίσους που υποκινήθηκε από ένα πολύ καλά συγκροτημένο αξιακό σύστημα ρητορικής μίσους.
Μοντέρνοι και αλήτες
«Τους πήρα για κοινούς αλήτες. Φορούσαν παντελόνια αμερικάνικα. Μπατζάκια ανισόμερα σηκωμένα. Πουκάμισα μουσταρδιά, με ζωγραφισμένες μπουκάλες κόκα-κόλα και τζιν. Μαλλιά λιγδιάρικα, ανάκατα ως το σβέρκο. Ανοιχτό λαιμό και στήθια τα αγόρια που φαίνονταν οι κοιλιές τους. Και μαλλιά έξαλλα, τρελλά. Τα κορίτσια, άλλα με σάκκους ξετσίπωτης πλαστικότητας. Άλλα με φουρώ κοντό ως το γόνατο, που όπως στροβιλίζονταν περί τον άξονα τους, δεν έμεινε τίποτε κρυφό. Βραχνές οι φωνές τους, μεθυσμένες. Τόνα τσιγάρο πίσω απ’ τα’ άλλο. Πρόστυχοι τρόποι. Μπογιά στοκαρισμένη στα μούτρα. Χυδαίο γέλιο.»
(Σόδομα, Αυγή, 28.09.1958)
Σύμφωνα με τον Κώστα Κατσάπη, σημαντικό μελετητή της κοινωνικής ιστορίας του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, η ελληνική νεολαία της δεκαετίας του 1960 εμφανίζεται στο προσκήνιο μέσα σε δύο μεγάλες συνομαδώσεις, οι οποίες και θα αποτελέσουν το από κοινού «πρόβλημα νεολαία». Σύμφωνα με μια καίρια πρόταση του ίδιου, διακρίνουμε δύο κύκλους αμφισβήτησης, οι οποίοι τέμνονται σε δύο «ποιότητες της απείθειας» : 1) πολιτικός κύκλος, 2) κύκλος της καθημερινότητας.
Σύμφωνα με το εν λόγω ερμηνευτικό σχήμα, ο πρώτος κύκλος, της πολιτικής αμφισβήτησης, συγκροτήθηκε από εντεταγμένους σε οργανωτικά σχήματα νέους που ελέγχονται, λιγότερο ή περισσότερο, απ’ την αριστερά και προτάσσουν αιτήματα με εμφανές πολιτικό περιεχόμενο, αντιδρώντας στο καταπιεστικό μετεμφυλιακό καθεστώς. Βασικοί πυλώνες της πολιτικής αμφισβήτησης υπήρξαν αναμφισβήτητα η Νεολαία Λαμπράκη, απ’ το Σεπτέμβρη του 1964, αλλά και το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα της εποχής.
Απ’ την άλλη μεριά, η «απείθεια» που συνδέθηκε με την αμφισβήτηση της καθημερινότητας αφορούσε κυρίως τους νέους της δεκαετίας του ’60 που μέσα απ’ τη συμπεριφορά και τις πρακτικές τους στην καθημερινή ζωή έτειναν να ακυρώνουν βασικές παραμέτρους της κυρίαρχης κοινωνικής και ηθικής ευταξίας, αποστρεφόμενοι τον καθωσπρεπισμό της συντηρητικής, εκκλησιαστικής και πολιτικής ζωής.
Σύμφωνα με τον Κατσάπη, η δεύτερη αυτή «ποιότητα της απείθειας» αντιστοιχεί στη φυσιογνωμία των «μοντέρνων νέων» της περιόδου, για τους οποίους η πολιτική συγκρότηση δεν αποτέλεσε το βασικό χαρακτηριστικό. Ως αντιστάθμισμα αυτού, οι «μοντέρνοι νέοι» στην Ελλάδα «μοιράστηκαν μια κοινή ταυτότητα, ένα πάθος για το ‘‘μοντέρνο’’, μια απαίτηση προσωπικής απελευθέρωσης, η υλοποίηση της οποίας περνούσε μέσα από την απαλλαγή από τις συνήθειες του παρελθόντος και την υιοθέτηση ενός «μοντέρνου», νεανικού τρόπου διασκέδασης». Οι αμφισβητίες της καθημερινότητας ευθυγράμμισαν τη συμπεριφορά τους με τα πρότυπα και τα ‘‘μηνύματα’’ που έρχονταν από τις δυτικές κοινωνίες της αμφισβήτησης, καταφάσκοντας τον μοντερνισμό, όχι απλώς ως «αισθητική κατηγορία» αλλά κυρίως ως «διάχυτη εκδήλωση της νεοτερικότητας σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας».
Οι νέοι που υλοποίησαν την αμφισβήτηση της καθημερινότητας ήταν εκείνοι που ερωτεύονταν περισσότερο και πιο φανερά, άρχιζαν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις νωρίτερα και μάλιστα εκτός γάμου, υιοθετώντας μια ‘‘νεανική’’ εμφάνιση (μακρύ μαλλί οι νέοι, μίνι φούστες οι κοπέλες) που προκαλούσε μεγάλη δυσθυμία στους ευπρεπείς ενηλίκους και σκανδάλιζε τις ηθικές βεβαιότητες και την παραδοσιακή «κοσμιότητα» της εποχής.
Οι νέοι αυτοί άκουγαν τη δική τους μουσική, σύχναζαν στα δικά τους στέκια, όπως τη μυθική Φωκίωνος Νέγρη, έκαναν ότι περνούσε απ’ το χέρι τους προκειμένου να δηλώσουν ξεκάθαρα πως «ο ‘‘παραδοσιακός’’ τρόπος ζωής των ενηλίκων, οι αξίες και η καθημερινότητα που αυτός είχε δομήσει (ο κυριακάτικος εκκλησιασμός, ο ‘‘καλός’’ γάμος ή το κυνήγι της επαγγελματικής αποκατάστασης) τους προκαλούσαν, τουλάχιστον, δυσφορία». Ασφαλώς, οι νέοι που υλοποιούσαν την αμφισβήτηση της καθημερινότητας δεν αποτελούσαν μια οργάνωση με καταστατικό και ηγεσίες, αντιθέτως άνηκαν σε μια συλλογικότητα, η οποία, σύμφωνα με τον Κατσάπη, φαίνεται πως περισσότερο συμμεριζόταν μια «κοινή αίσθηση της ιστορίας» (a common sense of history). Ωστόσο, η ένταξη κάποιου στη συλλογικότητα αυτή δε σήμαινε σε καμία περίπτωση πως δεν μπορούσε ταυτόχρονα να ανήκει σε οποιαδήποτε άλλη κομματική ή φοιτητική οργάνωση.
Η νέο-αναδυόμενη αυτή κουλτούρα, ως προάγγελος της αμφισβήτησης που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, χαρακτηρίζεται από ορισμένα καθοριστικά στοιχεία: Με όψιμη πλέον αδιαφορία για τον ηθικο-αισθητικό καθωσπρεπισμό των ενηλίκων, η νεολαία αυτή φαίνεται να ετεροκαθορίζεται από τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες και μοντέλα συμπεριφοράς που μονοπωλούν την ταυτότητα και τη ζωή του νέου: αφενός από τον πολιτισμικό συντηρητισμό που εκκινεί από την ελληνορθόδοξη παράδοση και τις αξίες της, και αφετέρου από εκείνον που έχει την αφετηρία του στις απαιτήσεις της αριστεράς και του κόσμου των ενηλίκων της.
Το “αντιροκ κίνημα” απέναντι στους “παραστρατημένους” νέους
Ανάλογη ήταν και η κριτική που δέχθηκαν οι οπαδοί του ροκ εν ρολ στην Ελλάδα από το σύνολο της κοινωνίας και της πολιτείας-χωρίς φυσικά τη διαπόμπευση στους δρόμους ως τιμωρητική πράξη παραδειγματισμού.
Η συμπεριφορά των νέων της εποχής χαρακτηρίστηκε ως "καινοφανής" και "παραστρατημένη", λόγω της αδυναμίας της παραδοσιακής κοινωνίας να δεχτεί και να κατανοήσει το "καινούριο", το "ξενόφερτο" και γενικά αυτό που ξεμακραίνει από τα παραδεδεγμένα πρότυπα.
«Το φαινόμενο ροκ εν ρολ δεν είναι απλό, και ούτε πρέπει να περάση με αστειότητες και επιπόλαιες φαιδρολογίες. Γιατί είναι σαφές φαινόμενον παρακμής, που δείχνει ότι τα σημερινά νιάτα ρέπουν ομαδικά στο κακό, που εκδηλούται είτε με εγκλήματα, είτε με φαινομενικώς άκακες ειρωνικές εκδηλώσεις, όπως ο χορός, που η εσωτερική διάθεσις και η παρόσμησις τις μεταβάλλει σε κινδύνους του συνόλου…»
(Χρήστος Χαιρόπουλος, Έθνος, 1956, δημοσιογράφος της εποχής)
Δεδομένου ότι η καινοφανής συμπεριφορά των νέων δε μπορούσε να ερμηνευθεί με βάση την μέχρι τότε εμπειρία, εμφανίστηκε ένας νέος όρος, προκειμένου να καλύψει το παραπάνω κενό: ο «παραστρατημένος νέος». Ο όρος αυτός αποτέλεσε μια κομβικής σημασίας «εφεύρεση» της εποχής, όχι απλώς γιατί χαρακτήριζε εκείνη τη συμπεριφορά που κινούταν ανάμεσα στο ηθικά και νομικά «επιλήψιμο», αλλά κυρίως, διότι η εμφάνιση ενός νέου όρου που τείνει να χαρακτηρίσει ένα φαινόμενο, αποδεικνύει την αλλαγή της στάσης της κοινωνίας απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο. Με λίγα λόγια, δηλαδή, η κοινωνία αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός «προβλήματος» και το «πρόβλημα» αποτελεί βασική μέριμνα της κοινωνίας, η οποία «κάτι πρέπει να κάνει».
Το φαινόμενο της ροκ εμφάνισης του 1956 πυροδοτεί στην Ελλάδα μια σειρά υπόγειων αναβρασμών και συγκρούσεων τόσο σε συμβολικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο, οδηγώντας το δημόσιο διάλογο σε έναν ‘‘υπερθεματισμό’’ και ενεργοποιώντας τη συστηματική διαλεκτική μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού, η οποία οριακά πήρε διαστάσεις ηθικού «μανιχαϊσμού».
Η δικτατορία βάζει τέλος σε “παραστρατημένους” και “απείθαρχους”...
Ενώ, λοιπόν, στις υπόλοιπες δυτικές χώρες το ροκ εν ρολ συνεχίζει να εξελίσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη του χιπισμού και της αντικουλτούρας, στην Ελλάδα, η δικτατορία του 1967 θα επιχειρήσει εξαρχής να θωρακίσει τη διάδοση τέτοιου είδους αντιλήψεων και προτύπων, τα οποία, σύμφωνα με την ιδεολογία της, ευθύνονταν για την «κρίση» της ελληνικής νεολαίας. Η χούντα των συνταγματαρχών θα κηρύξει τα επόμενα χρόνια έναν πόλεμο στη μίνι φούστα και το μακρύ μαλλί, ακολουθώντας πιστά το δόγμα «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Ωστόσο, οι αντιλήψεις αυτές δεν υπήρξαν και τόσο καινοφανείς, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός πως είχαν επανειλημμένα υποστηριχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της προδικτατορικής περιόδου «από αυτόκλητους υπερασπιστές των ηθών», όπως δημοσιογράφους, γιατρούς, στελέχη παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, αρχιεπίσκοπους Ιερώνυμους, Υπαρχηγούς και αρχηγούς της Αστυνομίας Πόλεων, καθηγητές, ανήσυχους γονείς και απλούς πολίτες. Τέτοιου είδους αντιλήψεις βρήκαν κατά καιρούς βήμα και αδιαμφισβήτητο κύρος στο επίσημο δελτίο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ όσους ασκούσαν οξεία κριτική στην «παραστρατημένη» νεολαία και είτε δημοσίευαν επιστολές είτε επιδίδονταν σε ηθικό-χριστιανικά κηρύγματα είτε αξιοποιούσαν τη θέση τους προκειμένου να κρούσουν τον κώδωνα της ελληνικής κοινωνίας για τον κίνδυνο του «τεντιμποϊσμού» και της ασυδοσίας των “μοντέρνων νέων”.
Οι προαναφερθέντες εκπρόσωποι και θιασώτες της κοινωνικής ευταξίας συγκρότησαν ένα «αντιρόκ κίνημα», το οποίο, σύμφωνα με τον Κώστα Κατσάπη, αποτελείτο από το σύνολο των ανθρώπων εκείνων, που ως κοινή τους συνισταμένη είχαν το φόβο απέναντι στα νέα ήθη, τις αξίες και τις πρακτικές της «απείθαρχης» νεολαίας. Ο νεανικός «κατήφορος» που ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με την εμφάνιση του ροκ εν ρολ, απασχόλησε για πολύ καιρό τους εκπροσώπους των παραδόσεων και του ηθικο-αστικού κατεστημένου και πήρε διαστάσεις ‘‘νόσου’’, απ’ την οποία η ελληνική νεολαία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνορθόδοξης παράδοσης, έπρεπε οπωσδήποτε να θεραπευτεί. Ο όρος «anti-rock movement» συναντάται στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία και εντάσσει στο περιεχόμενό του την εναντίωση όλων εκείνων που στέκονται κριτικά απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις της νεανικής κουλτούρας του ’60, σχετικά με το ντύσιμο, τη διασκέδαση, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και την πολιτική δραστηριότητα.
Αν, λοιπόν, η προδικτατορική περίοδος αποτέλεσε “ανάχωμα” στην έκφραση οποιασδήποτε νεανικής κουλτούρας και λόγου αμφισβήτησης, τότε, όπως καταλαβαίνουμε, η δικτατορία σηματόδοτησε την οριστική “ταφόπλακα” κάθε καινοφανούς συμπεριφοράς -και το απέδειξε άλλωστε.
“Όλοι οι μαθηταί και αι μαθήτριαι των δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και λυκείων, οφείλουν του λοιπού να έχουν κοσμίαν εμφάνισιν, να είναι ευπρεπείς, καθαροί και προπαντός όχι ακούρευτοι [...]. Οι “Μπητλς”, “τηνέιτζερς” και “Μπήτνικς”, τα ξένα αυτά φρούτα των τεντιμπόηδων, δεν έχουν θέσιν πλέον εις την Ελλάδα.”
(“Μέτρα για την νεολαίαν. Κοσμία θα είναι όλη εμφάνισης των μαθητριών. Οι μαθηταί οφείλουν να είναι καθαροί και κουρεμένοι. Τακτικός εκκλησιασμός”, Βραδυνή, 25.04.1967 & Δηλώσεις του κ. Παττακού. Κοσμίαν εμφάνισις και θρησκευτική αγωγή των μαθητών. Απαγόρευση εισόδου εις τα κέντρα τεχνικών παιγνίων”, Απογευματινή, 25.04.1967).
Ο Παττακός, εν αγνοία του προφανώς, συμπύκνωνε με έναν εξαιρετικά αστείο τρόπο σε τέσσερις μόνο λέξεις (Μπητλς, Μπήτνικς, τηνέιτζερς, τεντιμπόηδες) το σύνολο των απόψεων που ο ίδιος αλλά και το καθεστώς που εκπροσωπούσε, είχαν σχηματίσει για την ελληνική νεολαία και τους διαμορφωτές της.
Και όπως καταλαβαίνουμε, η ρητορική μίσους που εκφέρει ένα δικτατορικό καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί ως “μικρό κακό”, στη σκιά της απειλής του “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος”.
“Ακούρευτοι”, “μαλλιάδες”, “απροσάρμοστοι”, “παραστρατημένοι”, “τσαρλατάνοι”, “αφιονισμένοι”, “κανίβαλοι” και “αρουραίοι της Ομόνοιας” είναι μόνο μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν σε νέους ανθρώπους των δεκαετιών ‘50, ‘60 και ‘70 στην Ελλάδα.
Ο παρών ιστότοπος συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Δικαιώματα, Ισότητα, Ιθαγένεια 2014-2020». Το περιεχόμενο του παρόντος ιστότοπου αντικατοπτρίζει τις απόψεις του/της συγγραφέα και αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του/της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για τη χρήση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτόν.