Portal
Το ελληνικό #MeToo μας αφορά κι ας έφτασε με χρονοκαθυστέρηση
15-02-2021 03:41Κοραλία Ξεπαπαδέα
Σκοπός ήταν να στηρίξει κι άλλες γυναίκες με εμπειρίες σεξουαλικής κακοποίησης ώστε να μπορέσουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να μιλήσουν για το τραύμα τους, ωστόσο, η εποχή δεν ήταν ακόμη έτοιμη για το δυναμικό αυτό κίνημα.
Μετά από καταγγελίες και ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίηση από τον Harvey Weinstein σε πολλές νεαρές γυναίκες, στις αρχές Οκτωβρίου 2017, το κίνημα άρχισε να αποκτάει μαζικότητα και το εν λόγω hashtag κατέκλυσε τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Στις 15 Οκτωβρίου 2017, η Αμερικανίδα ηθοποιός Alyssa Milano έκανε μία ανάρτηση-ορόσημο στο Twitter, που, όπως αποδείχθηκε στην πορεία, αποτέλεσε τη "μήτρα" του κινήματος και ανέδειξε την πραγματική έκταση φαινομένων κακοποίησης στην αμερικάνικη κοινωνία.
Στη συγκεκριμένη ανάρτηση, η ηθοποιός καλούσε τις γυναίκες να κάνουν τα εξής:
"Εάν έχεις παρενοχληθεί ή κακοποιηθεί σεξουαλικά, γράψε "MeToo" σαν απάντηση σε αυτό εδώ το tweet."
Η παρότρυνση της Alyssa Milano άνοιξε τον δρόμο για πολλές γυναίκες στο να σπάσουν τη σιωπή τους, ανάμεσά τους και αρκετές επώνυμες ηθοποιοί του Hollywood, βλέπε Gwyneth Paltrow, Ashley Judd, Jennifer Lawrence, Uma Thurman, με το #MeToo να αναδεικνύεται σταδιακά σε ένα κίνημα που ζητά πραγματική αλλαγή και δεν αποτελεί "μόδα" της εποχής.
Αν μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ένα πράγμα από την έκρυθμη επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων, αυτό είναι ότι το κύμα του ελληνικού #MeToo που ξέσπασε με την πρώτη καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, έφτασε επίσημα και στην Ελλάδα -αν και με μία χρονοκαθυστέρηση τεσσάρων χρόνων, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο.
Η δύσκολη αυτή ώρα για τα ελληνικά δεδομένα είναι γεγονός. Δύσκολη, γιατί, παρότι η συναισθηματική κακοποίηση και η βία που πηγάζει από σχέσεις εξουσίας, είναι κάτι το εντελώς πραγματικό, εμείς "δυσκολευόμαστε" να το συνειδητοποιήσουμε, πόσο μάλλον να μιλήσουμε γι' αυτό ή να το αποδομήσουμε. Οι διαδοχικές καταγγελίες των τελευταίων ημερών εξάρουν την καχυποψία πολλών, οι οποίοι αναρωτιούνται "γιατί τώρα;", κάνοντας διάφορες ερωτήσεις τέτοιου είδους κι αυτή η συλλογική διερώτηση μας προβληματίζει για τους εξής λόγους:
Τόσο στην Ελλάδα, που παραμένει βαθιά πατριαρχική η κοινωνία, όσο και αλλού στον κόσμο, η λεκτική, ψυχολογική και σωματική κακοποίηση, δεν αφορούν μονάχα μία επώνυμη καταγγελία ούτε ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μία καθημερινή πραγματικότητα που η ίδια η κοινωνία αποδέχεται -έστω σιωπηλά και ασυνείδητα- και η ίδια η κοινωνία κανονικοποιεί.
Οι ιστορίες κακοποίησης δεν είναι "ιστορίες", αλλά βεβιωμένα τραύματα που θρέφει καθημερινά η επιλεκτική ανοχή, ο φόβος, η ντροπή, οι ενοχές και η σιωπή.
Αυτό που μας προβληματίζει περισσότερο είναι αυτή η -φαινομενικά τουλάχιστον- έντονη έκπληξη όλων εκείνων που είτε πέφτουν από τα σύννεφα είτε αναρωτιούνται "γιατί το θύμα μίλησε τόσο αργά;"
Ακόμα και χωρίς πτυχία ψυχολογίας, μπορεί κανείς να απαντήσει ως εξής: Γιατί το τραύμα ήταν ακόμη νωπό και το θύμα δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Γιατί φοβόταν. Γιατί δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας. Γιατί δεν θα την/τον πίστευε κανείς. Γιατί θα την/τον έλεγαν υπερβολική/ο. Γιατί φοβόταν ότι θα τον/την κατηγορούσαν για αυτό που του/της συνέβη. Γιατί δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε η εποχή που ευνοούσε τόσο σοβαρές αποκαλύψεις περιστατικών κακοποίησης. Όλα δείχνουν ότι τώρα αποδομούνται διάφορα “ιερά τέρατα” που καταχράστηκαν την εξουσία τους, υιοθετώντας κακοποιητικές συμπεριφορές.
Μας προβληματίζει επίσης γιατί υποθέτουμε ότι ο ίδιος κόσμος που αναρωτιέται "γιατί τώρα;", είναι ο ίδιος κόσμος που κλείνει στόμα και αφτιά και κατεβάζει κεφάλι μπροστά σε περιστατικά ήπιας ή/και χυδαίας παρενόχλησης. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε μία μεγάλη ψυχή της κωμωδίας, απαντώντας στα καχύποπτα "γιατί τώρα": Σε πόσα οικογενειακά ελληνικά τραπέζια έχετε βρεθεί και ακούσατε έναν μπουνταλά μπάρμπα που "τα' χει κοπανήσει πάλι τα κρασάκια του" να γυρίζει με θράσος και να λέει στο μικρό κορίτσι του σπιτιού "Τι κοντή φούστα είναι μωρή αυτή που φοράς; Πουτ@@@α θα γίνεις;". Εσείς αντιδράσατε τότε; Του ρίξατε ένα μπολ με τζατζίκι στο κεφάλι; Σε πόσα οικογενειακά τραπέζια έχετε βρεθεί και ακούσατε κάποιον να λέει στο αγοράκι που μιλάει λίγο πιο "στρογγυλά" από τα άλλα αγοράκια της ηλικίας του, "Ρε συ, πώς μιλάς έτσι, πού@@@ς θα γίνεις;". Εσείς αντιδράσατε τότε; Έφυγε κανένα μπουκάλι κόκα κόλα στο κεφάλι ή μόνο σ' αυτή την περίπτωση είστε "κατά της βίας";
Αντί, λοιπόν, να απορούμε «γιατί τώρα;», ας αναρωτηθούμε γιατί δεν αντιδράσαμε όταν και αν ήμασταν παρόντες σε οποιοδήποτε περιστατικό λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής κακοποίησης.
Εικάζουμε ή/και συμπεραίνουμε, ότι η κακοποίηση κάθε μορφής από άνθρωπο σε άνθρωπο, αποτελεί στοιχείο τόσο βαθιά ριζωμένο και κανονικοποιημένο στην κοινωνική μας κουλτούρα, στις πρώιμες διαπροσωπικές σχέσεις, στην εργασία, στις ερωτικές μας επαφές, ακόμα και στην οικογένεια, που φτάνουμε σε σημείο να ακούμε την εμπειρία ενός ανθρώπου και να τη μηδενίζουμε, με κοινωνικούς δαρβινισμούς του τύπου "έτσι είμαστε οι άνθρωποι/έτσι είναι οι άνδρες, η βία είναι στη φύση μας" ή "είναι φυσιολογικό, παντού συμβαίνουν αυτά".
Αμφισβητούμε την πραγματικότητά του, μηδενίζουμε τα συναισθήματά του, τον χαρακτηρίζουμε "παράλογο" ή "υπερβολικό", ενώ στην πραγματικότητα μόλις ακούσαμε έναν άνθρωπο να σπάει τη σιωπή του και να σηκώνει ανάστημα σε έναν κόσμο που έχει μάθει να κοιτάει απ' την άλλη, να θεωρεί "φυσιολογικό" το χούφτωμα στον δρόμο και το "που@@@α στην ψυχή", που καθιστά τη βία πολιτιστική κληρονομιά και αρνείται να γιατρέψει τις πληγές του γιατί προτιμά να τους ρίχνει αλάτι, που θρέφει τη βουβαμάρα και το "έλα, πώς κάνεις έτσι;".
Δεν είμαστε δικαστές και δεν φέρουμε γνωματεύσεις, όμως, σεβόμαστε από καρδιάς όλους τους ανθρώπους που τολμούν να μιλήσουν για τα βιώματά τους, όσο κι αν τρέμει η φωνή τους ή στεγνώνει το στόμα τους. Κι όταν ένας άνθρωπος μιλάει για τσακισμένη αξιοπρέπεια ή σεξουαλική κακοποίηση, δεν υποτιμάμε την αλήθεια του, αλλά τον συγχαίρουμε που μίλησε ελεύθερα και χαιρόμαστε που δε φοβάται πια.
Οι αποκαλύψεις θέλουν δύναμη και θάρρος και τα θύματα χρειάζονται σεβασμό και όχι περιττές ερωτήσεις.
Για όποιον, λοιπόν, έχει δεύτερες σκέψεις και απορεί με την κουλτούρα της βίας, διότι ούτε την έχει ασκήσει σε άλλον, ούτε έχει υπάρξει ποτέ θύμα της, ας ρωτήσει την αδερφή και τον αδερφό του, τη φίλη του και τη φίλη της φίλης του, κάτι θα βρει. Κάτι θυμόμαστε όλοι μας, άντρες - γυναίκες. Ενδέχεται να έχουμε βρεθεί σε παρόμοια θέση κι ας μας κάνει εντύπωση. Και μας κάνει εντύπωση ακριβώς επειδή ενδέχεται να έχουμε ενσωματώσει την κακοποίηση ή την παρενόχληση ως κάτι "φυσιολογικό". Αν δεν σε χτύπησε, αλλά απείλησε ότι θα σε χτυπήσει, είναι βία. Αν θυμάσαι τον εαυτό σου να τραβιέται προς τα πίσω γιατί φοβήθηκες ότι θα σε χτυπήσει, είναι βία. Αν σε κλώτσησε είναι βία. Αν δεν σε κλώτσησε, αλλά αντ'αυτού σε έβρισε χυδαία και το πόδι του άλλαξε κατεύθυνση, είναι βία. Και όταν σπάνε οι κύκλοι βίας, μόνο τότε υπάρχει ελπίδα.
Και μπορεί το ελληνικό #MeToo να έφτασε με χρονοκαθυστέρηση, αλλά ας μην επιτρέψουμε να μείνει στη συλλογική συνείδηση ως κάτι το "σκανδαλώδες", που αφού μας ταρακούνησε για λίγο, έπειτα θάφτηκε στον πάτο της ελληνικής ειδησεογραφίας.
Ο παρών ιστότοπος συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Δικαιώματα, Ισότητα, Ιθαγένεια 2014-2020». Το περιεχόμενο του παρόντος ιστότοπου αντικατοπτρίζει τις απόψεις του/της συγγραφέα και αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του/της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για τη χρήση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτόν.