Javascript must be enabled to continue!

Portal

Come fight for a new society

15-02-2021 02:28

Ιωάννης Μπαχάς

 

Και ενώ ο ερασιτεχνικός αθλητισμός που αφορά τον μεγάλο αριθμό των ενεργά αθλουμένων και φιλάθλων, οδεύει προς μια μη αναστρέψιμη κατάσταση βλάβης μετά το πέρασμα της λαίλαπας, ο επαγγελματικός αθλητισμός, προνομιακός συνομιλητής, μέσω των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε αυτόν, της Κυβέρνησης, βρήκε τη διέξοδο να μειώσει τις ζημιές του πουλώντας το προϊόν του στα μέσα ενημέρωσης. Μια συνθήκη διάκρισης που βάθυνε περισσότερο το ρήγμα μεταξύ των δύο μορφών του. Και μπορεί οι επαγγελματίες αθλητές να διαμαρτύρονται για τις άδειες κερκίδες μπροστά στις οποίες αγωνίζονται, με τίποτε όμως δεν συγκρίνεται η κατάσταση “στερητικού συνδρόμου” που βιώνουν οι φίλαθλοι, και κυρίως οι οπαδοί, των ποδοσφαιρικών εταιρειών που δεν μπορούν να φωνάξουν υπέρ της αγαπημένης τους ομάδας. Ως εκ μαγείας, λόγω των απαγορεύσεων, εξαφανίστηκαν όλα τα συμπαρομαρτούντα  φαινόμενα του οπαδισμού, όπως η βία στις κερκίδες, οι βανδαλισμοί και η ρατσιστική και σεξιστική βία των συνθημάτων και των πανό. Με κάποιον παρόμοιο τρόπο είχαν όπως πίστεψαν οι νομοθέτες, εξαφανιστεί τα παραπάνω φαινόμενα και με την επιβολή της απαγόρευσης μετακίνησης των οπαδών σε άλλη πόλη. Η παρατεταμένη απαγόρευση των συναθροίσεων και οι μηχανισμοί γέννησης βίας και λόγου μίσους που βρίσκονται πίσω από το φαινόμενο της οπαδικής βίας, θα εμφανιστούν και πάλι με σφοδρότητα μετά την άρση των μέτρων. Απόδειξη αυτού αποτελούν τα φαινόμενα βανδαλισμών και βίας μεταξύ συνδέσμων οπαδών αλλά και ο ακατασίγαστος βόμβος της αρθρογραφίας (κυρίως των τίτλων) στις αθλητικές εφημερίδες. Ο λόγος μίσους των συνθημάτων θα επιστρέψει μαζί με τους οπαδούς των αθλητικών εταιρειών όταν επανεκκινήσει η αθλητική, ή καλύτερα η πλήρης επιχειρηματική δραστηριότητα στον χώρο του αθλητισμού.

Η ηχητική αποτύπωση της διάθεσης του κοινού ενός αθλητικού αγώνα είναι το σύνθημα.  Ως εκδήλωση της κοινωνικής ψυχής κάποιων τμημάτων του πληθυσμού, δεν εκφράζει πάντοτε αρνητικές στάσεις και απόψεις. Τα συνθήματα των οπαδών σκοπό έχουν να στηρίξουν τους παίκτες της ομάδας, να προτρέψουν σε προσπάθεια, να επιβεβαιώσουν τους δεσμούς των οπαδών με την ομάδα, τα σύμβολα και την ιστορία της αλλά και να περιπαίξουν, μειώνοντας το ηθικό των αντιπάλων παικτών και οπαδών. Τα συνθήματα που παράγονται μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στις κοινότητες των οπαδών χρησιμοποιούν ομοιοκαταληξίες, παρηχήσεις και λογοπαίγνια, ώστε μέσα από τον ρυθμό και την επανάληψη να αποτυπωθούν βαθιά στη συλλογική μνήμη των οπαδών και να προκαλούν τα επιθυμητά συναισθήματα κατά τη διάρκεια της μαζικής εκφώνησής τους. Μέσα από την έντονη ανάγκη της στήριξης της ομάδας τους και τις ζυμώσεις που συντελούνται στις θεσμικές (λέσχες οπαδών) και μη μορφές των συλλογικοτήτων των οπαδών, παρεισφρέει ο λόγος μίσους με στόχο το γυναικείο φύλο, τον αλλοεθνή, τον “διαφορετικό”, τον άρρωστο και σπάνια τον αλλόδοξο. Ένας “ιός” που κολλάει μέσα από την επανάληψη του συνθήματος και μεταφέρεται στους κοινωνικούς κύκλους του οπαδού, μολύνοντας με μίσος, έστω και υποσυνείδητα την κοινωνία.     

Όπως λέει ο Γ. Ζαϊμάκης σε άρθρο του στο περιοδικό Humba (περιοδικό «Για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ, την εμπειρία του γηπέδου και την οπαδική κουλτούρα») : «Οι κόσμοι των γηπέδων συμπυκνώνουν με τον δικό τους τρόπο τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε οικονομική και πολιτιστική κρίση. Μας δείχνουν τα πεδία κοινωνικής διαπάλης όπου ο επιδεικτικός ανδρισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και ο τοπικός σοβινισμός συνυπάρχει, συνδιαλέγεται ή συγκρούεται με μια φαντασιακή, πολιτισμική αντίσταση στον μοντέρνο κόσμο και τις αντιφάσεις του μέσα από την οπαδική αλληλεγγύη, την κοινοτική συμμετοχή και την τελετουργική δράση στις κερκίδες. Οι ποδοσφαιρικές κοινωνίες δεν είναι οι τόποι κάποιων εξωτικών Άλλων. Είναι όψεις μιας κοινωνίας ανασφάλειας, ανεργίας, ματαιωμένων προσδοκιών και βιογραφικών ρήξεων στα σχέδια ζωής των ανθρώπων. Και για κάποια παιδιά, η κερκίδα είναι ένα καταφύγιο νοήματος και δράσης, μια κάποια ελπίδα» (Ζαϊμάκης 2013: 19-21).     

 Φορέας του λόγου μίσους, ο οπαδός

Τα συνθήματα μίσους εκπορεύονται κυρίως από τους οπαδούς που στις περισσότερες περιπτώσεις παρασύρουν και τους φιλάθλους που ωθούνται να μεταδώσουν τα μηνύματα, έκοντες-άκοντες. Η Δ. Θεοφίλη στο άρθρο της «Φίλαθλοι, Χούλιγκαν και Οπαδοί. Η ψυχολογία μιας τυφλής αφοσίωσης στις ποδοσφαιρικές ομάδες» (Humba, καλοκαίρι 2015: 29-30) ξεκαθαρίζει τους όρους στο άρθρο της:  “Φίλαθλος” από τη μία μεριά χαρακτηρίζεται αυτός που εκδηλώνει την υποστήριξή του σε μία ομάδα με ήπιο τρόπο και χωρίς φανατισμό και βία. Από την άλλη, ως “οπαδός”  χαρακτηρίζεται αυτός που είναι απόλυτα προσηλωμένος στην αγαπημένη του ομάδα. Διακρίνεται από την τυφλή υποταγή στην ομάδα του και την έντονη ενασχόληση με ό,τι την αφορά, όπως μπορεί να είναι οι διοικητικές εξελίξεις, οι μεταγραφές, οι  αναλύσεις και ο σχολιασμός των αγώνων ή θέματα που σχετίζονται με τη διαιτησία. Αν και δεν επιδιώκει ευθύς εξαρχής τη βία, όπως οι χούλιγκαν, είναι έτοιμος να ασκήσει βία για χάρη της ομάδας του. Ο οπαδός είναι ένας θεατής παθιασμένος.

Ο λόγος μίσους λοιπόν, με οποιοδήποτε αποδέκτη, εκπορεύεται από τους οπαδούς (ακόμη και ερασιτεχνικών ομάδων) και βρίσκει έκφραση στα συνθήματα, στους ύμνους και στα πανό που αναρτούνται. Ο ίδιος φυσικά λόγος έχει εμφιλοχωρήσει στο διαδίκτυο με τις μορφές που προσφέρουν τα κοινωνικά δίκτυα (αναρτήσεις μίσους, εκφοβισμός). Η συμβολή του αθλητικού Τύπου στη δημιουργία του λόγου μίσους ή στην αποτροπή και εξάλειψη του στη διαχρονική πορεία της αθλητικής δημοσιογραφίας έχει μελετηθεί σε σημαντικό βαθμό και αποδείχθηκε ο σημαντικός ρόλος και η θετική συσχέτισή του με τον λόγο μίσους. 

          Σύνηθες θύμα η γυναίκα και ο …….

Και ενώ ο αθλητικός κόσμος συγκλονίζεται από την πλημμυρίδα καταγγελιών και αποκαλύψεων σεξουαλικής παρενόχλησης αθλητριών από αθλητικούς παράγοντες, πολλοί είναι οι “εμβρόντητοι” οπαδοί που ξέχασαν πως παρότρυναν, όταν τα γήπεδα ήταν ανοιχτά, σε τέτοιες πράξεις εναντίον κάθε εκπρόσωπου του γυναικείου φύλου είτε υπαρκτού, όπως οι γυναίκες διαιτητές, είτε προς, τα προσφιλή θύματα, τις μάνες και τις αδελφές των αντιπάλων τους. Ένας ορυμαγδός ανώδυνου (όπως εσφαλμένα πιστεύουμε) λεκτικού μίσους που δεν είναι άμοιρος της παρουσίας της ένσαρκης σωματικής σεξουαλικής βίας στον αθλητισμό. Ακολουθούν στη σειρά των θυμάτων της ρητορικής μίσους των οπαδικών συνθημάτων, οι εκπρόσωποι της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.   

Ο Νόρμπερτ Ελίας στο κείμενό του για την Υποκουλτούρα του Ράγκμπι στην Αγγλία, εντοπίζει στα «ανήθικα τραγούδια» που ακούγονταν στην κερκίδα αυτού του πρόδρομου του ποδοσφαίρου δύο τουλάχιστον επαναλαμβανόμενα θέματα: τη γελοιοποίηση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων (Ελίας, 1998). Εκ πρώτης όψεως αυτά τα δύο θέματα φαίνονται άσχετα αλλά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αντανακλούν και τα δύο την αυξανόμενη ισχύ των γυναικών και την όλο και μεγαλύτερη απειλή που αντιπροσωπεύουν για την παραδοσιακή αυτοεικόνα των ανδρών. Τα ίδια δύο θέματα είναι εύκολα να εντοπιστούν και στα συνθήματα στις εξέδρες των ελληνικών γηπέδων.

Ένα από τα βασικά στοιχεία του χουλιγκανισμού στο ποδόσφαιρο είναι η έκφραση μιας ιδιότυπης ανδρικής ταυτότητας, που μπορούμε να την αποκαλέσουμε «βίαιο ανδρικό στυλ». Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία των σκληροπυρηνικών χούλιγκαν στο ποδόσφαιρο προέρχεται από τα ασθενέστερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της εργατικής τάξης. Ο αθλητισμός επιτελεί μεταξύ άλλων έργο καίριο, γιατί συντηρεί αλλά και εκτονώνει πιο μεταβαλλόμενες και ελεγχόμενες μορφές της επιθετικότητας σε μια κοινωνία όπου μόνο λίγοι επαγγελματικοί ρόλοι, όπως στην αστυνομία και στο στρατό, προσφέρουν ευκαιρίες για μάχη και όπου η τεχνολογική εξέλιξη μείωσε κατά πολύ την ανάγκη σωματικής δύναμης. Ασφαλώς, στο μέτρο που οι γυναίκες, λόγω κοινωνικοποίησης, θα έλκονται από “ματσό” άνδρες, τα αθλήματα, ιδιαίτερα τα “σκληρά”, θα παίζουν σχετικά σημαίνοντα ρόλο στη διαιώνιση τόσο του “ματσό” συμπλέγματος όσο και της συνακόλουθης εξάρτησης των γυναικών. Η γλώσσα των οπαδών μαρτυρά το “ανδρικό πνεύμα” που κυριαρχεί στις εξέδρες. Εκτός από τις πολεμικές και θυσιαστικές μεταφορές, η συμβολική δεξαμενή, απ’ όπου αντλεί κατά βάση η ρητορική των οπαδών είναι η σεξουαλικότητα. Οι βρισιές προς τους παίκτες, το διαιτητή, τις αντίπαλες ομάδες είναι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, παραλλαγές γύρω από το θέμα της ξεπεσμένης αρρενωπότητας. (Μπρομπερζέ, 2007: 106).

Αξιολογώντας τα φαλλοκρατικά συνθήματα ο Θεσσαλονικιός φιλόλογος, Λέων Ναρ διαπιστώνει πως ο λόγος των συνθημάτων γίνεται ολοένα και πιο ανδροκρατικός, τονίζεται εμφατικά η αρρενωπότητα, ενώ οι αντίπαλοι απαξιώνονται με σεξιστικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, χάρη της ομάδας τους, οι οπαδοί θέτουν σε δεύτερη μοίρα ακόμα και την οικογένειά τους. Τα περισσότερα συνθήματα αυτής της κατηγορίας απευθύνονται στους αντιπάλους χαρακτηρίζοντάς τους «πουτάνες». Από την επίθεση δεν διασώζονται ούτε οι μάνες των αντιπάλων, οπαδών, παικτών, παραγόντων, διαιτητών, και φυσικά η γενετήσια πράξη περιγράφεται με κάθε δυνατό τρόπο και οι οπαδοί της ομάδας που τα τραγουδούν είναι πάντα ενεργητικοί και βίαιοι ενώ της αντίπαλης ομάδας παθητικοί (Ναρ, 2014: 163).

Το ποσοστό των γυναικών στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, αν και αυξημένο κάπως τα τελευταία χρόνια, παραμένει χαμηλό: από 7% έως 14% του κοινού, ανάλογα με τον τόπο. Η επίσκεψη στα γήπεδα είναι συχνότερη στην εφηβεία, ενώ οι νεαρές ποδοσφαιρόφιλες προτιμούν να κάθονται στα πέταλα για να συμμετέχουν με τους συνοδούς και φίλους τους στις τελετουργίες της ηλικιακής τους ομάδας. Μόνο οι πιο εύπορες πηγαίνουν με ευχαρίστηση στις σουίτες και τα θεωρεία, για να εκπληρώσουν μία ουσιαστικά κοσμοπολίτικη τελετουργία (Μπρομπερζέ, 2007: 117). Ποια όμως είναι η άποψη των γυναικών στην κερκίδα για αυτά τα συνθήματα τα οποία πρέπει να σημειωθεί ότι τραγουδιούνται με το ίδιο σθένος από άνδρες και γυναίκες οπαδούς. Όσο ακατανόητη και αν είναι σαν εικόνα μία γυναίκα να φωνάζει το πλέον σεξιστικό σύνθημα σε μία κερκίδα, τόσο «κατανοητό» μπορεί να γίνει αν εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο που παρουσιάζεται. Με καθαρά ψυχολογικούς όρους η κερκίδα είναι ένα σύνολο ανθρώπων που ενώνονται κάτω από κάποια συγκεκριμένα σύμβολα, ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικής προτίμησης.

Η Δ. Θεοφίλη (2015) διαπιστώνει πως αν και το ποδόσφαιρο είναι ή ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος, τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερες γυναίκες ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Μάλιστα στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετοί σύνδεσμοι φιλάθλων που απευθύνονται αποκλειστικά σε γυναίκες. Η είσοδος των γυναικών στο χώρο του ποδοσφαίρου για πολλούς άνδρες οπαδούς βιώθηκε απειλητικά, ως παραβίαση ενός δικού τους χόμπι, για αυτό και οι γυναίκες κατηγορήθηκαν ότι δεν μπορούν να είναι πραγματικοί φίλαθλοι και δεν μπορούν να καταλάβουν το ποδόσφαιρο (Humba, τχ. 20, 2015).

Τα συνθήματα όλων των ομάδων περιλαμβάνουν προτροπές (ή βεβαιότητες) προς την ομάδα τους εναντίον των προσφιλέστερων προσώπων των αντιπάλων, της οικογένειας, της μητέρας και της αδελφής (των παικτών και των οπαδών της ομάδας). Όλες δε οι ομάδες έχουν παρόμοια συνθήματα:

- Τις μάνες σας γ….ε στο λιμάνι/ τις αδελφές σας στο Πασαλιμάνι/ και τον πατέρα σας τον παλιοπ...ά/ γ….αι ο θρύλος και ο Πειραιάς.

- Η μάνα σου σε έκανε με ναυτικό,/ μες στην Τρούμπα σε υπόγειο σκοτεινό,/ κι αφού γεννήθηκες π….ς  γιος,/ π...ς έγινες και Ολυμπιακός./ Και μεγάλωσες μες στη ρουφιανιά,/ η μάνα σου σε έπαιρνε και στη δουλειά./ Και την πράσινη την π….α γούσταρες πολύ,/ σε γ….ε Παναθηναϊκοί.

Επίσης, πολλά συνθήματα περιλαμβάνουν αναλυτικές οδηγίες για τη γενετήσια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτή παρουσιάζεται ως δραστηριότητα που μειώνει και εξευτελίζει τους αντιπάλους. Οι οπαδοί δείχνουν μια εμμονή σε προκαταλήψεις και στερεότυπα τα οποία δεν έχουν εκλείψει από την ελληνική κοινωνία, όπως η επιλογή, σε μεγάλο αριθμό συνθημάτων όλων των ομάδων, για την περαιτέρω μείωση του ηθικού των αντιπάλων τους, των χαρακτηρισμών «πουτάνα», «μπουρδέλο», «μπάσταρδος» και άλλα. Οι παραδηλώσεις που έχουν να κάνουν με περιοχές στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, όπου ασκούνταν η πορνεία, εξυπηρετούν τις ανάγκες της ρίμας και της προσδίδουν «κύρος». Τα συνθήματα αυτά απηχούν μια άλλη εποχή, όπου η εξαθλίωση του πληθυσμού, μετά και τον Β΄ Π. Π. και τον Εμφύλιο, υποβίβασε την αξιοπρέπεια των κατοίκων, όπως στο παράδειγμα της παρουσίας του αμερικανικού στόλου στον Πειραιά και την αύξηση για αυτόν τον λόγο της πορνείας:

- Στον Πειραιά ήρθε ο στόλος/ και γ….ι τη μαμά σας ασυστόλως,/ όλη μέρα, κάθε μέρα,/ και δεν ξέρετε ποιόν έχετε πατέρα./ Και η μαμά σας περνάει ωραία,/με τον στο-, με τον στόλο για παρέα.

Η ύπαρξη του μεγάλου αριθμού συνθημάτων με τέτοιο χαρακτήρα δηλώνει σαφέστατα την εδραίωση στερεοτύπων στο συλλογικό υποσυνείδητο κυρίως της νεολαίας που αποτελεί και την μεγαλύτερη πληθυσμιακά ομάδα της κερκίδας. Παρωχημένα στερεότυπα όπως ότι η πορνεία και ο οίκος ανοχής είναι αξιοκατάκριτη δουλειά και χώρος με στίγμα και ότι ακόμη κάποιος γεννημένος εκτός γάμου είναι απόβλητος, δυστυχώς επιβιώνουν και μέσα από το σύνθημα επανακάμπτουν στην ελληνική κοινωνία. Η σε κάποιο βαθμό αντικατάσταση της βίας, ακόμη και της λεκτικής, με σχήματα που αναφέρονται μεν στη γενετήσια πράξη με όρους «ενεργητικός/ο νικητής»-«παθητικός/ο ηττημένος» είναι μια ολίσθηση προς τον εξευγενισμό των παθών και την αποκλιμάκωση της βίας και του χουλιγκανισμού, αρχικά σε επίπεδο λόγου, και από αυτή την άποψη είναι θετική εξέλιξη. Ο τρόπος όμως της πρόσληψης της ερωτικής σχέσης των δύο φύλων επιβεβαιώνει τον μικρό βαθμό εμπέδωσης του σεβασμού του άλλου φύλου, και κυρίως προς άτομα με διαφορετικό προσανατολισμό όπως θα δούμε παρακάτω. 

           ….ο διαφορετικός

Τα συνθήματα που περιέχουν ομοφοβικό περιεχόμενο είναι ευρέως διαδεδομένα και ίσως από τα πιο συνηθισμένα που ακούγονται στα ελληνικά γήπεδα. Σύμφωνα με τον Οδηγό που εξέδωσε η ΛΟΑΤ κοινότητα για τους Επαγγελματίες των ΜΜΕ (ETHOS, 2019: 31) σχετικά με την χρήση των όρων που έχουν σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, «σεξισμός είναι η οποιαδήποτε ενέργεια, χειρονομία, οπτική παρουσίαση, προφορικός ή γραπτός λόγος, πρακτική ή συμπεριφορά που βασίζεται πάνω στην ιδέα ότι ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων είναι ανώτερο-λόγω του φύλου του(ς), που λαμβάνει χώρα στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα, είτε διαδικτυακή είτε όχι, με σκοπό ή αποτέλεσμα να:

α) Παραβιάζει την εγγενή αξιοπρέπεια ή δικαιώματα ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων ή β) οδηγεί σε φυσική σεξουαλική, ψυχολογική ή κοινωνικο-οικονομική βλάβη ή ταλαιπωρία ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων ή γ) δημιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό περιβάλλον ή δ) συνιστά ένα εμπόδιο στην αυτονομία και στην πλήρη άσκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων ή ε) διατηρεί και να ενισχύει στερεότυπα για το φύλο» (Council of Europe Recommendation No 1, 2019).

Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένη την αύξηση της κοινωνικής ευαισθησίας του ελληνικού λαού για τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμη και μία μη εξονυχιστική έρευνα πάνω στα οπαδικά συνθήματα που ακούγονται στα γήπεδα και αναπαράγονται μέσω της αναμετάδοσης των αγώνων, το γήπεδο όπου διεξάγεται μια αθλητική αναμέτρηση ενδιαφέροντος είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου εκδηλώνονται με σφοδρότητα τα αρνητικά στερεότυπα απέναντι στο γυναικείο φύλο που είναι αδύναμο, υποτακτικό στο σεξ, στερείται θάρρους και αξιόπιστου λόγου, κάνει χαμερπή επαγγέλματα (όπως της ιεροδούλου). Κατ’ επέκταση του έντονου φαλλοκρατικού λόγου της κερκίδας, ο λόγος των συνθημάτων είναι εχθρικός και προσβλητικός προς τους ομοφυλόφιλους, ενώ χαρακτηρίζεται από χυδαιότητα.       

Αν και οι φορείς που προωθούν τα δικαιώματα αυτών των ατόμων διαθέτουν στο ελληνικό κράτος την αναγκαία νομική θωράκιση ώστε να επιδιώξουν τον κολασμό και την εξάλειψη αυτών των αναφορών, το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, καθώς εμπλέκονται σε αυτό και πλήθος άλλων παραγόντων, όπως ο ιδιαίτερος λόγος των αθλητικογράφων. Έτσι, η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα των οργανώσεων που επιλαμβάνονται του ομοφοβικού λόγου και της ρητορικής μίσους απέναντι στα μέλη της ΛΟΑΤ Κοινότητας.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ορίζει ως «ρητορική μίσους» (Council of Europe Recommendation NoR (97) 20): «όλες τις μορφές έκφρασης που διαδίδουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν το φυλετικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες μορφές που βασίζονται στην μισαλλοδοξία, συμπεριλαμβανομένων: μισαλλοδοξία που εκφράζεται από επιθετικό εθνικισμό και εθνοκεντρισμό, διάκριση και εχθρότητα κατά των μειονοτήτων, των μεταναστών και των μεταναστών δεύτερης γενιάς». 

Ο προσβλητικός χαρακτηρισμός «πούστης» και όλα τα παράγωγά του, «αδελφή», «μπινές», «ξεκωλιάρης», «gay», κ.ά., βρίσκονται σε μεγάλο αριθμό από τα εξετασθέντα συνθήματα όλων των ομάδων. Οι παίκτες, προπονητές, παράγοντες και φυσικά οι οπαδοί της αντίπαλης ομάδας είναι παθητικοί ομοφυλόφιλοι σε μια σαφή προσπάθεια μείωσης της αρρενωπότητας τους, γεγονός που υποδηλώνει την αδυναμία τους να νικήσουν σε αυτό το «ανδρικό» άθλημα. Φυσικά συχνός είναι ο συνδυασμός με τα προσβλητικά συνθήματα απέναντι στις γυναίκες. Ο πιο ήπιος χαρακτηρισμός είναι το «αδελφή». Μερικά παραδείγματα από τα συνθήματα των οπαδών του Ολυμπιακού και του Άρη:

- Γ….ε τον Παναθηναϊκό,/ τον π….η το δικέφαλο αετό/ γ…..ε το Βορρά/ και όλα τα μ….ά/ μονάχα έτσι θα ‘μαστε καλά.

- Στ’ α…..α μας που είναι τα δελτία,/ στ’ α…..α μας κι η Β’ Εθνική,/ εμάς τις τιμημένες τις φανέλες/ δεν μας τις ράβει αδελφή.

Τέλος, στην παραγωγή τέτοιων συνθημάτων διεκδικεί την πρωτιά και ο ΠΑΟΚ με μεγάλο αριθμό:

- Κάθε πατέ-,/ κάθε πατέρας Αρειανός/ έχει π…..α κόρη και λεσβία,

έχει και έναν π….η γιο,/ που ψάχνει τα δελτία.

Η ύπαρξη τόσων πολλών συνθημάτων με ομοφοβικό περιεχόμενο, που όμως επικεντρώνεται μόνο στους παθητικούς άρρενες ομοφυλόφιλους (απουσιάζουν συνθήματα για γυναίκες) καθώς και η συνεχής δημιουργία νέων ομοφοβικών συνθημάτων, παρά την καταγραφή τους από τις Αρχές και το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ποινικοποιεί τον σεξιστικό-ρατσιστικό λόγο αποδεικνύει πράγματι ότι:

Οι συμπεριφορές, τα συνθήματα και τα «υβριστικά λόγια», τα προκλητικά σύμβολα που ανθούν στον χώρο του γηπέδου, χώρο όπου δοκιμάζονται η ευχαρίστηση των χειρονομιών και των λέξεων στα όρια του κοινωνικά αποδεκτού, αποτελούν αντίβαρο στην αυτοσυγκράτηση και στις απαγορεύσεις που επιβάλλει, στις καθημερινές κοινωνικές συναναστροφές, «ο πολιτισμός των ηθών» (Μπρομπερζέ, 2007: 131). Η παραπάνω όμως διαπίστωση δεν δικαιολογεί την εμμονική προσήλωση των οπαδών στην κατασκευή και χρήση ομοφοβικών συνθημάτων σε μεγάλο αριθμό και από όλες τις ομάδες ανεξαιρέτως. Η ρύθμιση της πίεσης της εργασίας μέσω του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να δικαιολογεί τη σεξιστική συμπεριφορά καθώς η κερκίδα αντανακλά στην καθημερινή ζωή όπως και η τελευταία στη λειτουργία της κοινωνίας και έτσι τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις που αναπαράγονται και εμπεδώνονται δια των συνθημάτων διαχέονται στην κοινωνία ως βία και διακρίσεις εις βάρος των ομοφυλοφίλων.

        Συνθήματα φυλετικού ρατσισμού

Τι συμβαίνει στα ελληνικά γήπεδα αναφορικά με τις εθνοτικές προκαταλήψεις των ελλήνων οπαδών; Ο Γιάννης Ζαϊμάκης πιστεύει πως και στα ελληνικά γήπεδα έχει ενσκήψει από καιρό ο ρατσιστικός φυλετικός λόγος. Εντοπίζει πως «στα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου γεννήθηκαν οι πρώτοι πυρήνες φασιστικών οργανώσεων στις τάξεις των οργανωμένων οπαδών του Παναθηναϊκού (ΝΟΠΟ 1979, Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, 1980). Η όσμωση της ακροδεξιάς με πυρήνες οργανωμένων οπαδών συνεχίστηκε με την ολιγόχρονη δράση  της ΤΟΦΑ στην ΑΕΚ και τη λειτουργία μικρών πυρήνων σε ομάδες της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1980, για να φθάσουμε στη σημερινή δεκαετία όπου είναι κοινό μυστικό ότι πυρήνες εθνικιστών και ακροδεξιών οπαδών λειτουργούν σε όλες τις μεγάλες ομάδες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα  τους Red Nationalist, στον Ολυμπιακό». Και καταλήγει πως «το πιο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η λειτουργία από το 2001 της Γαλάζιας Στρατιάς με ενεργό ρόλο της Χρυσής Αυγής. (Γ. Ζαϊμάκης, Humba, τχ. 12, 2013).   

Είναι γεγονός λοιπόν ότι από τα γήπεδα δεν λείπουν συνθήματα που αναπαράγουν στερεότυπα σε βάρος κάποιων μειονοτήτων που ζουν στη χώρα μας. Κλασική περίπτωση είναι η ομάδα των συνθημάτων που στοχεύει στους Αλβανούς. Καθώς σημαντικός αριθμός Αλβανών παικτών αγωνίζεται στις ελληνικές ομάδες και μετακινείται στις μετέγγραφες, τα υβριστικά ή σκωπτικά συνθήματα που έχουν στόχο τους Αλβανούς περιορίζονται στους αγώνες της Εθνικής Ελλάδος. Τα συνθήματα στους αγώνες της Εθνικής παρά το γενικότερο κοσμιότερο περιεχόμενό τους, έχουν τέτοιο ρατσιστικό περιεχόμενο. Ελάχιστα είναι επίσης τα συνθήματα με ρατσιστικό περιεχόμενο εναντίον άλλων εθνικοτήτων ή κατά προσώπων άλλου χρώματος φυλής. Δεν παρατηρείται συνθηματολογία εναντίον εγχρώμων αθλητών, καθώς το ελληνικό κοινό είναι εξοικειωμένο με τη συμμετοχή εγχρώμων αθλητών στις ελληνικές ομάδες.

Οι χαρακτηρισμοί «Τούρκοι» (για τους ΠΑΟΚτζήδες) και «Βούλγαροι» (για όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης) αλλά και «χανούμησες» (για τους ΑΕΚτζήδες) που αποδίδουν στους οπαδούς των  αντιπάλων ομάδων, είναι οι πλέον διαδεδομένοι και συχνοί στα συνθήματα. Και ενώ η προέλευση των σημάτων και της ιστορίας των δύο δικεφάλων, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ, δίνουν λαβή για τους αντίστοιχους χαρακτηρισμούς «Τούρκοι» και «Χανούμια», αλλά και την ευκαιρία των οπαδών αυτών να απαντήσουν με μεγαλοϊδεακές εικόνες (επιστροφή στην Πόλη και την Αγιά Σοφιά), οι χαρακτηρισμοί «Βούλγαροι», «Σκοπιανοί» και άλλοι παρόμοιοι δύσκολα δικαιολογούνται:

- Βρήκαμε τη λύση στο Μακεδονικό,/ να δώσουμε στα Σκόπια/ τον Πύργο τον Λευκό/ Βούλγαροι, η Μακεδονία είναι ελληνική,/ στ’ α….α μας και δεν είμαστε αποκεί.

Δίνουν όμως και την ευκαιρία στους οπαδούς του ΠΑΟΚ να απαντήσουν:

- Ήρθαμε από τη Βουλγαρία/ και γ….ε Αθήνα-Πειραιά.

Για να ενοχλήσουν την ευαισθησία των οπαδών της Θεσσαλονίκης, οι οπαδοί του Ο.Σ.Φ.Π. δεν διστάζουν να δείξουν την αδιαφορία τους για το λεγόμενο θέμα της «Ονομασίας»:

- Η Μακεδονία είναι ελληνική/ Στ’ α…..α μας κι’ εμάς,/ δεν είμαστ’ από κει.

Παρά τα υβριστικά εκατέρωθεν συνθήματα μεταξύ των οπαδών των ομάδων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, υπάρχει ένας κοινός τόπος ανάμεσα στα συνθήματα των οπαδών των δύο «δικεφάλων», Π.Α.Ο.Κ. και Α.Ε.Κ., οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν τους Έλληνες που ήρθαν από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Σε αυτά τα συνθήματα βλέπουμε αναβιώσεις της «Μεγάλης Ιδέας» που ακυρώνει την απόδοση της κατηγορίας «Τούρκοι» που απευθύνονται στους οπαδούς του Π.Α.Ο.Κ. καθώς επαναπροσδιορίζουν τους Τούρκους (είναι αυτοί που κατέχουν αδίκως την Πόλη):

- ΑΕΚ, ζούμε/ στην πόλη να σε δούμε

- Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία/ πως μπήκανε οι Παοκτζήδες στην Τουρκία/ Πως μπήκαν για να πάρουνε την Πόλη/ και φεύγανε οι Τουρκαλάδες όλοι/

Παρά τον αντεθνικό, σε πρώτη ανάγνωση, χαρακτήρα των συνθημάτων αυτών, είναι σαφής η πρόθεση των οπαδών που τα χρησιμοποιούν να χλευάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τους αντιπάλους τους με κάτι που σαφώς τους ενοχλεί. Το γεγονός ότι, οι ομάδες του Βορρά, και η ΑΕΚ, εμπνέονται συνθήματα που δικαιολογούν και ακυρώνουν τον ψόγο των αντιπάλων τους, επιβεβαιώνει την ευαισθησία τους. Σε μια δεύτερη ανάλυση, σαφώς το γεγονός ότι οι οπαδοί θεωρούν προσβολή την ταύτιση τους με γειτονικούς λαούς, ανεξαρτήτως της ιστορίας των λαών, μπορεί να θεωρηθεί υποτιμητική και ρατσιστική συμπεριφορά προς τους λαούς αυτούς.

           Και φυσικά ο Εβραίος

Το 2005 το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας έδωσε τον ακόλουθο λειτουργικό ορισμό του αντισημιτισμού: «Αντισημιτισμός είναι μια ορισμένη αντίληψη περί των Εβραίων, που μπορεί να εκφραστεί ως μίσος εναντίον τους. Οι προφορικές και φυσικές εκδηλώσεις του αντισημιτισμού στοχεύουν κατά Εβραίων και/ή της ιδιοκτησίας τους, των θεσμών της εβραϊκής κοινότητας και θρησκευτικών κτιρίων.

Ο Σπύρος Μπουκάλας που καταγράφει μερικά από τα οξύτερα εξ αυτών, σημειώνει στην Εισαγωγή του (Σ. Μπουκάλας, 2014: 18) πως καταδικάζει τον οξύτατα υβριστικό αντιεβραϊκό χαρακτήρα ορισμένων συνθημάτων κατά του Άρη και παραθέτει για παράδειγμα το: «Είστε άρχοντες των σπρέϋ/ βρωμοσκούληκα Εβραίοι». Ο Παντελής Μπουκάλας που επιμελήθηκε τα κατατοπιστικά σχόλια της έκδοσης, τονίζει ότι αυτά οφείλονται στην πεποίθηση των οπαδών του Π.Α.Ο.Κ. ότι στην ίδρυση του Άρη συμμετείχαν και Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, γεγονός που το αρνούνται οι Αρειανοί. Πρέπει πάντως να τονίσουμε πως δεν υπάρχουν καθόλου αντισημιτικές αναφορές στα συνθήματα των ομάδων του Νότου. Ιδιαιτέρως αιχμηρά συνθήματα με αντισημιτικό περιεχόμενο είναι τα παρακάτω (όλα των οπαδών του ΠΑΟΚ):       

- Τι τους θέλανε τους φούρνους οι ναζί/Τι τους θέλανε τους φούρνους οι ναζί/Για να καίνε τα σκουλήκια,/να τα κάνουνε σαπούνια/και να μείνει η Ελλάδα καθαρή

και το:

- Κάθε Εβραίος Αρειανός/είναι και π…..ς γιος/ Γεννήθηκε ένα πρωϊ μες στη Συναγωγή/ στη φάπα ήταν από μικρός,/ γι’ αυτό και έγινε λαγός/ στα ψέματα και στην π….ά/ είστε τ’ αφεντικά.

Οι δε οπαδοί του Άρη απαντούν:

- Νταχάου Νταχάου/ μες στο Χαριλάου.

Πάντα στο πλαίσιο της πρόκλησης ενόχλησης προς τους αντιπάλους τους και για λόγους ρυθμού δημιουργήθηκε και ακούγεται το απαράδεκτο σύνθημα που αναφέρεται στους «φούρνους των Ναζί» και «στα σαπούνια» και δείχνει το χαμηλό επίπεδο συνειδητοποίησης από τη μεριά των οπαδών του ΠΑΟΚ της ιστορικότητας της πόλης που συνδέεται με μια από τις μελανότερες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Σ. Μπουκάλας καταδεικνύει με σαφήνεια ως δημιουργούς των συνθημάτων τους «οπαδούς» σε αντιπαραβολή με τους «φιλάθλους». Αυτοί, οι οπαδοί, «αποκτούν μια ιδιότυπη ιδεαλιστική σχέση με το αγαπημένο τους αθλητικό σωματείο, καθώς το ενδιαφέρον που έχουν για την ομάδα τους μετατρέπεται σε κάτι μη υλικό και μη πραγματιστικό, ενώ είναι πιθανό να διαμορφωθεί μια ολοκληρωτική λογική από την πλευρά ενός τμήματος των οπαδών, η οποία οδηγεί ακόμη και σε πρακτικές που αγγίζουν τα όρια του φασισμού».

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός, της μη παρουσίας τέτοιων συνθημάτων στα συνθήματα άλλων ομάδων εκτός των οπαδών του ΠΑΟΚ, η μικρή αλλά τακτική παρουσία τους στο γήπεδο και η συνάρτηση της παραγωγής και εκφοράς τέτοιου περιεχομένου συνθημάτων με το μορφωτικό επίπεδο των οπαδών επισημαίνει την ανάγκη για εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που να στοχεύουν στις ηλικίες των οπαδών ώστε να εκλείψει το φαινόμενο, όπως συμβαίνει και στις κερκίδες των ομάδων του Νότου.

          Και ο τρελός

Ως «στίγμα» ορίζεται (Οδηγός για τα ΜΜΕ, 2017: 10) μια «ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα που αποδίδεται στο άτομο και του στερεί το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής ενώ ταυτόχρονα το αναγκάζει να κρύβει την αιτία που προκαλεί αυτή την αρνητική κοινωνική αντιμετώπιση. Μεταξύ των κοινωνικά στιγματισμένων είναι και ο ψυχικά ασθενής που του αποδίδονται συνήθως χαρακτηριστικά τα οποία συνδέονται με τα παραδοσιακά στερεότυπα στα οποία ο άνθρωπος μυείται από πολύ νωρίς στην παιδική του ηλικία. Με βάση αυτά τα στερεότυπα ο ψυχικά άρρωστος είναι ο «τρελός», ο κακός, ο επικίνδυνος ή ο δαιμονισμένος. Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο άτομο. Ακόμα και αν τα συμπτώματα υποχωρήσουν, ακόμα και αν το άτομο εκπληρώνει τον κοινωνικό του ρόλο, εργάζεται και έχει μια κανονική ζωή, η δυσπιστία, ο φόβος, η αποφυγή, η απόρριψη και οι διακρίσεις το ακολουθούν. 

Μια σημαντική παράμετρος, ενδεικτική των διαστάσεων που έχει εκλάβει ο όρος σχιζοφρένεια στη σύγχρονη συλλογική του αναπαράσταση , είναι η χρήση του με μεταφορική σημασία. Η έκταση που παίρνει η μεταφορική χρήση του όρου «σχιζοφρένεια» είναι ιδιαίτερα εμφανής στις δημοσιογραφικές πρακτικές που ακολουθούνται με σκοπό να αποδώσουν έμφαση, ένταση και ακρότητα. Συστηματικά δε υιοθετείται και από αθλητικούς συντάκτες, ως εκφραστικό μέσο για τις ακρότητες και την πόλωση που παρατηρείται στους αθλητικούς χώρους. Η μεταφορική χρήση του όρου είναι δυσφημιστική και απαξιωτική, καθώς στις αναπαραστάσεις του κοινού νου ο ασθενής ταυτίζεται με τις πιο αρνητικές διαστάσεις της ασθένειας του.

Ρατσισμός είναι και η προσβλητική χρήση ιατρικών όρων για παθήσεις, κυρίως ψυχικές νόσους. Οι οπαδοί αυτοχαρακτηρίζονται (όμως δεν αποκαλούν έτσι τους αντιπάλους τους), ως «άρρωστοι», «τρελοί», που χρειάζονται «τρελογιατρό», «φάρμακο», εγκλεισμό και θεραπεία τα οποία πιθανόν δεν θα τους βοηθήσουν να θεραπευτούν από την παθολογική τους αγάπη για την ομάδα τους. Εδώ αποδίδεται θετική διάσταση στην τρέλα. Είναι αυτοί που έχουν χάσει τα λογικά τους γιατί έχουν δοθεί ολοκληρωτικά στην αγαπημένη τους ομάδα. Έχουν το ακαταλόγιστο. Η σχέση που έχει η θεραπευτική χορήγηση φαρμάκων, οι ιατρικές θεραπείες και η νοσηλεία με την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων από τις ουσίες, που σε μεγάλο μέρος απασχολούν τα συνθήματα των οπαδών, έλκουν από εκεί την έμπνευση τους καθώς ταυτίζουν την κατάσταση τους με αυτήν των ψυχικώς πασχόντων. Αν και τα συνθήματα έχουν μια θετική χροιά και είναι αυτοαναφορικά, εντούτοις η δημόσια εκφορά τους εμπεδώνει στην κοινωνία μια αρνητική αντιμετώπιση απέναντι σε αυτά τα άτομα. Έτσι, οι οπαδοί του Ολυμπιακού αυτοχαρακτηρίζονται ως σχιζοφρενείς και επιληπτικοί:

- Παθαίνω σχιζοφρένεια,/ βαράω επιληψία/ όταν φωνάζω απ’ την 7: γ…..ι η 13.

Ψυχίατρο και θεραπεία χρειάζονται και οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, του Ηρακλή και σχεδόν όλων των ομάδων:  

- Γιατρέ, δεν είμαστε καλά,/ τελειώσανε τα φάρμακα,/ δώσε μας κάτι πιο βαρύ

για την αρρώστια του ΗΡΑΚΛΗ.

- Θεέ μου, για σένα τον τρελογιατρό/ τον επισκέπτομαι συχνά./ Δεν έχω σπίτι,/ δεν έχω δουλειά,/ δεν έχω γκόμενα,/ δεν έχω λεφτά./ Άρης και δεν είμαι καλά,/ Άρης, και ζημιά στα μυαλά.

Σε κάθε περίπτωση όμως τα συνθήματα στις εξέδρες αποτελούν τελετουργία (πολεμικού χαρακτήρα), με την οποία επιχειρείται να δοθεί σε αντιπάλους και φίλους η εικόνα μιας συνεκτικής μάζας, μιας συμπαγούς συλλογικότητας, που μπορεί να συντονίζεται και να οργανώνεται. Αν και δεν γίνεται μόνο γι’ αυτό, μέσω αυτής διατρανώνεται η ισχύς της εξέδρας, η υπεροχή της απέναντι στους «αμάχους» και στους αντιπάλους. Μέσω αυτής προβάλλεται ακόμη η τυφλή πίστη προς την ομάδα σε βαθμό τρέλας. Το αγκάλιασμα των φανατικών και το γύρισμα της πλάτης στον αγωνιστικό χώρο ενδεικτικά συνοδεύεται από το σύνθημα «σχιζοφρένεια τραλαλά, ψυχοπάθεια τραλαλά...» υποδηλώνοντας ότι η τυφλή πίστη προς την ομάδα δεν έχει τίποτα ορθολογικό πάνω της, ούτε μπορεί να κατανοηθεί με ορθολογικά κριτήρια. Σημασία έχει μόνο η πίστη στην ομάδα, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων. Μια πίστη που δεν εξηγείται, άρα και δεν μπορεί να εκφραστεί με ορθολογικού τύπου αναφορές  (Κυπριανός, 2009:249). 

Ο αθλητικός αγώνας έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως το σαφώς ορισμένο γήπεδο που θα γίνει ο αγώνας, χρονικό προσδιορισμό ο οποίος έχει ως όρια του το άνοιγμα των θυρών του γηπέδου για την προσέλευση και το κλείσιμο αυτών μετά το πέρας του, υπάρχει συγκεκριμένη αντίπαλη ομάδα που με τη σειρά της έχει σαφή διακριτικά (όνομα, χρώμα στολής, ονόματα παικτών-προπονητή-διοίκησης και ιστορία). Κοντά σε αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει την περιοδικότητα των αθλητικών αναμετρήσεων που δίνουν την ευκαιρία στους οπαδούς να επικοινωνούν τακτικά και να ενισχύουν τους δεσμούς με την ομάδα αλλά και να αυξάνουν τη συσπείρωσή τους έναντι των αντιπάλων ομάδων καλλιεργώντας τους σχετικούς μύθους που σχετίζονται πέρα από την αθλητική ιστορία των ομάδων και με το χρονικό των εντός και εκτός αναμετρήσεων των οργανωμένων οπαδών (συγκρούσεις, συλλήψεις από την αστυνομία και άλλα). Η αγάπη για την ομάδα τους και η φανατική αντιπαλότητα προς τις υπόλοιπες στη διαμόρφωση μιας συλλογικής ταυτότητας και συνείδησης αποτελούν ταυτόχρονα ένα πλαίσιο κοινωνικοποίησης για τους οπαδούς. Μέσω των κοινών συνθημάτων, συμβόλων και πρακτικών διαμορφώνεται η συλλογική ταυτότητα, η οποία εξαφανίζει τους διαχωρισμούς μεταξύ των οπαδών (ταξική θέση, κουλτούρα, παιδεία, φύλο, καταγωγή, χρώμα). Αλλά τους εξαφανίζει μόνο φαντασιακά και στο πλαίσιο πάντα του οπαδισμού.

       Ο λόγος μίσους στη σύγχρονη ελληνική κερκίδα   

Όπως καταδείξαμε παραπάνω οι οπαδοί που εκφέρουν μέσω των συνθημάτων λόγο μίσους είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από στερεοτυπικές αντιλήψεις που επικρατούν διάχυτες στην ελληνική κοινωνία και αφορούν κυρίως θέματα φύλου. Ο κατά κύριο λόγο ανδρικός πληθυσμός των γηπέδων, και «χάριν παιδειάς», έχει όπως διατυπώνεται στα συνθήματά του έντονο σεξιστικό λόγο εναντίον των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον λόγο του απέναντι σε ξένους ή μειονεκτούντα σωματικώς ή ψυχικώς άτομα.        

Όσο εμπεδώνεται η παγκοσμιοποιημένη διάσταση του ποδοσφαίρου και ομάδες, παίκτες, γήπεδα αλληλεπιδρούν μέσω των αθλητικών διοργανώσεων, τόσο οι οπαδοί αλλάζουν συμπεριφορές και πρακτικές. Πλέον, ακολουθούν τις ομάδες τους σε ξένες χώρες, επευφημούν αλλοδαπούς παίκτες με τα χρώματα της δικής τους ομάδας, γνωρίζουν, συγκρίνουν και μεταφέρουν καλές πρακτικές από ξένες χώρες. Η αλλαγή της σύνθεσης του κοινού, με την αύξηση των γυναικών θεατών, η βελτίωση των αθλητικών υποδομών, οι νομοθετικές παρεμβάσεις σχετικά με τον ρατσιστικό λόγο και την κάθε είδους βία και κυρίως η ένταξη μαθημάτων “Αθλητικής Κουλτούρας” στην εκπαίδευση, θα βελτιώσουν και τον λόγο των συνθημάτων και το τελευταίο στερεοτυπικό κατάλοιπο, αυτό του σεξιστικού λόγου, θα εκλείψει.

Αυτό όμως που δεν θα εκλείψει, και η παρουσία του είναι θετική για τη λειτουργία της δημοκρατίας, ιδίως σε καταστάσεις κρίσεων οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών κ.ά., είναι ο σκωπτικός, επικριτικός, καταγγελτικός λόγος των συνθημάτων που εγκαλεί τις διαπλεκόμενες δυνάμεις στον αθλητισμό, τις εταιρείες, τα ΜΜΕ, τους πολιτικούς, και απαιτεί διαφάνεια, αξιοκρατία, λογική και δίκαιη χρήση της κρατικής βίας, ισότητα ευκαιριών και δικαιοσύνη. Τα ίδια αιτήματα που εκτός από τις προεκλογικές περιόδους και τις διαδηλώσεις δεν μπορεί να διατυπώσει πουθενά με τέτοια στεντόρεια φωνή.




This Project was co-funded by the European Union’s Rights, Equality and Citizenship Programme (2014-2020). Τhe content of this website represents the views of the author only and is his/her sole responsibility. The European Commission does not accept any responsibility for use that may be made of the information it contains.

youtube facebook

NEWSLETTER



emailE-mail: info@sophism.eu